άκεφος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.
ΠΑΡ. ακεφιά].