νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
-η, -οαυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.ΠΑΡ. ακεφιά].