άκεφος

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.
ΠΑΡ. ακεφιά].