ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
-η, -οαυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.ΠΑΡ. ακεφιά].