κακόκριτος

English (LSJ)

κακόκριτον, = δύσκριτος, Gal.17(2).575, al.

German (Pape)

[Seite 1300] = δύσκριτος, Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δύσκριτος.
Étymologie: κακός, κρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κακόκρῐτος: ον = δύσκριτος, Γαλην. ἐν Ἀφορ. 3, 8., 4. 29.

Greek Monolingual

κακόκριτος, -ον (Α)
δύσκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κριτος (< κρίνω), πρβλ. ιδιόκριτος].