καλαγκάθι

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία της φλεγμονής που σχηματίζεται δίπλα σε νύχι του χεριού ή του ποδιού και καταλήγει σε απόστημα και διαπύηση
2. κοινή ονομασία ειδών τών γενών κενταύριο, καρλίνα, κνίκος.