καλαμητόμος

English (LSJ)

καλαμητόμον, cutting stalks, reaping, ἅρπη A.R.4.987.

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abschneidend, mähend, An. Rh. 4, 986.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le chaume, qui moissonne.
Étymologie: καλάμη, τέμνω.

Greek Monolingual

καλαμητόμος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού, θεριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμητόμος, υλοτόμος.