καλαμινθίνη

English (LSJ)

ἡ, = καλαμίνθη (catmint), Zopyr. ap. Orib. 14.62.1 codd.

Greek Monolingual

καλαμινθίνη, ἡ (Α)
άλλη ονομασία του αρωματικού φυτού καλαμίνθη, καλαμίθρα.