καλαμίθρα

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών
2. κοινή ονομασία τελεόστεου ψαριού.