καλαμοθήρας
English (LSJ)
-ου, ὁ, angler, Procl.in Cra.p.40 P.
Greek Monolingual
καλαμοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που ψαρεύει με καλάμι, με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας, προικοθήρας].
-ου, ὁ, angler, Procl.in Cra.p.40 P.
καλαμοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που ψαρεύει με καλάμι, με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας, προικοθήρας].