καλαμοστεφής

English (LSJ)

καλαμοστεφές, covered with reed, βύρσαι Batr.127.

German (Pape)

[Seite 1307] ές, mit Rohr bekränzt, bedeckt, Batrach. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné ou couvert de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, στέφω.

Greek Monolingual

καλαμοστεφής, -ές (Α)
καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυστεφής, ροδοστεφής].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμοστεφής: -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμοστεφής: увенчанный или покрытый тростником (βύρσαι Batr.).

Middle Liddell

κᾰλᾰμο-στεφής, ές στέφω
covered with reed, Batr.