ιχθυστεφής
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
ἰχθυστεφής, -ές (Α)
ιχθυοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το), πρβλ. ακανθοστεφής, ροδοστεφής].