καλλίπους

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.

Greek Monolingual

καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνόπους, ωκύπους].