καλλίτεξ
English (LSJ)
v. καλλίτεκνος.
German (Pape)
[Seite 1311] εκος, = Vor., Hdn. epim. p. 186.
Greek Monolingual
καλλίτεξ, ἡ (Α)
η καλλίτεκνος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεξ (< τίκτω), πρβλ. αγχίτεξ, επίτεξ].
v. καλλίτεκνος.
[Seite 1311] εκος, = Vor., Hdn. epim. p. 186.
καλλίτεξ, ἡ (Α)
η καλλίτεκνος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεξ (< τίκτω), πρβλ. αγχίτεξ, επίτεξ].