επίτεξ

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

ἐπίτεξ, ἡ (Α)
επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῦσαν», Ηρόδ.
β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άτεξ, καλλίτεξ)].