καλλίφλοξ

German (Pape)

[Seite 1311] ογος, schön flammend, πέλανος Eur. Ion 708.

French (Bailly abrégé)

ογος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante ; à la flamme de bon augure.
Étymologie: καλός, φλόξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφλοξ -φλογος [καλός, φλόξ] met mooie vlam.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφλοξ: φλογος adj. охваченный ярким пламенем, ярко пылающий (πέλανος Eur.).

Greek Monolingual

καλλίφλοξ, -ογος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῖσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + φλόξ, φλογός.

Greek Monotonic

καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, αυτός που καίγεται δίνοντας ευοίωνη, ευνοϊκή φλόγα, ευνοϊκά σημάδια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, ἀναδίδων καλήν, εὐοίωνον φλόγα, πέλανος Εὐρ. Ἴων. 706.

Middle Liddell

auspiciously burning, Eur.