φλογός

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek (Liddell-Scott)

φλογός: -ή, -όν, καίων, καυστικός, φλογώδης, φλογερός, ἔρωτι φλογερωτέρῳ Cramer Ἀνέκδ. Παρισ. 4. σ. 348.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
φλογερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε -ος, -η, -ον].