καλλίφωνος

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with a fine voice, ὑποκριταί Pl.Lg.817c; expl. of Καλλιόπη, Corn. ND14.

German (Pape)

[Seite 1311] schönstimmig, mit schöner Sprache, ὑποκριτής Plat. Legg. VII, 817 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une belle voix, un son agréable;
Sp. καλλιφωνότατος.
Étymologie: καλός, φωνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφωνος -ον [καλός, φωνή] met fraaie stem:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφωνος:
1 сладкогласный (ὑποκριταί Plat.);
2 сведущий в законах благозвучия (λογιώτατος καὶ καλλιφωνότατος Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίφωνος, -ον)
αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, οξύφωνος].

Greek Monotonic

καλλίφωνος: ὁ, ἡ (φωνή), αυτός που έχει όμορφη και μελωδική φωνή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφωνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φωνήν, ὑποκριταὶ Πλάτ. Νόμ. 817C.

Middle Liddell

καλλί-φωνος, ὁ, ἡ, φωνή
with a fine voice, Plat.

English (Woodhouse)

having a fine voice