καλλιέρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = καλλιέρημα (auspicious sacrifice), IG1². 98.23, Onos. 10.26.

Greek Monolingual

καλλιέρησις, ἡ (Α) καλλιερώ
το να προσφέρει κάποιος ευπρόσδεκτη θυσία.