καλυβός

English (LSJ)

ὁ, = καλύβη, chamber, Epigr.Gr.260 (Cyrene), Hsch.

Greek Monolingual

καλυβός και, κατ' άλλους, κάλυβος, ὁ (Α)
επιγρ. καλύβη, παστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. καλύβη με αλλαγή γένους].