καματάρικος

Greek Monolingual

-η, -ο καματάρης
1. καματάρης, ασχολούμενος με κουραστική εργασία
2. (για υποζύγια, κυρίως βόδια) κατάλληλος να σύρει άροτρο («καματάρικο βόδι»).