καματάρης

From LSJ

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. καματάρα και καματάρισσα
εργάτης που ασχολείται με κοπιαστική εργασία, και κυρίως εργάτης τών αγρών, αγρότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -άρης (πρβλ. βαρκάρης, νοικάρης)].