καμηλοτρόφος

English (LSJ)

ὁ, camel-keeper, BGU607.12 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

καμηλοτρόφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που τρέφει, που διατηρεί καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, κτηνοτρόφος].