καμηλόκεντρον: τὸ, κέντρον δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.
καμηλόκεντρον, τὸ (Μ)το κεντρί με το οποίο κεντρίζουν τις καμήλες για να βαδίζουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κέντρον «κεντρί»].