καμπυλογράφος

Greek Monolingual


όργανο, από ξύλινο ή διαφανές χαρτί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπύλων γραμμών, αλλ. καμπυλόγραμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + -γραφος (< γράφω), πρβλ. λεξικογράφος, παντογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].