σχεδίαση

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του σχεδιάζω, σχεδιογράφηση
2. απεικόνιση ενός αντικειμένου σε γενικές γραμμές χωρίς να δίνεται έμφαση στις λεπτομέρειες
3. φρ. α) «ηλεκτρονική σχεδίαση»
τεχνολ. δημιουργία τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή
β) «τεχνική σχεδίαση»
τεχνολ. γραμμική αναπαράσταση ενός αντικειμένου, της δομής ή τών εξαρτημάτων με τρόπο και σύστημα διεθνώς χρησιμοποιούμενα για τη μεταβίβαση της τεχνολογικής πρόθεσης ενός κατασκευαστικού προγράμματος ή προβλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. σχεδίασις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].