-ή, -όσχηματισμένος κατά καμπύλη γραμμή, αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, καμπύλος, κυρτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. -ωτός, πρβλ. θολωτός, τουρλωτός].