κανάτα

Greek Monolingual

η (Μ κανάτα)
πήλινο, γυάλινο, ξύλινο ή από μέταλλο ή πορσελάνη δοχείο για νερό ή κρασί, με μία συν., ή και δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < μσν. λατ. cannata < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].