καναχήπους
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with sounding feet, of the horse, Certamen100, Opp.C.2.431; Dor. acc. sg. masc. καναχάποδα [ᾱ] Alcm.23.48.
German (Pape)
[Seite 1320] ποδος, klangfüßig; von stampfenden Rossen Hes. bei Plut. conv. sept. sap. 10; Opp. Cyn. 2, 431.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
au pied retentissant.
Étymologie: καναχέω, πούς.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνᾰχήπους: ποδος adj. звонконогий (ἵπποι Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνᾰχήπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ διὰ τῶν ποδῶν ποιῶν καναχήν, κρότον, ἐπὶ ἵππου, Λατ. sonipes, Ἡσ. παρὰ Πλουτ. 2. 154Α, καναχάποδα ἵππον Ἀλκμ. Ἀποσπ. 23, 14, Ὀππ. Κυν. 2. 431.
Greek Monolingual
καναχήπους και καναχόπους, -ουν (Α)
(για άλογο) αυτός που κάνει κρότο με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καναχή + -πους (< πους), πρβλ. γυμνόπους, ωκύπους].