κανονισμός

English (LSJ)

ὁ, perhaps the frieze of a building, in plural, Man.1.299, 4.151.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ, das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Teil des Gebäudes, vielleicht der Fries.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνονισμός: ὁ, ἴσως ἡ ζῳοφόρος οἰκοδομήματος, Μανέθων 1. 299., 1. 151

Greek Monolingual

ο (Α κανονισμός) κανονίζω
νεοελλ.
1. η ρύθμιση, η τακτοποίηση, η διευθέτηση (α. «κανονισμός τών εξόδων» β. «κανονισμός βολής»)
2. το σύνολο τών διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάθε οργανωμένου σώματος ή ομαδικής προσπάθειας («ο κανονισμός της Βουλής»
αρχ.
πιθ. το διάζωμα ή η ζωφόρος οικοδομήματος.