(I)καπέλα ἡ (Μ)βλ. καππέλλα.(II)φρ. μουσ. «α καπέλα» — η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»].