καπέλα

Greek Monolingual

(I)
καπέλα ἡ (Μ)
βλ. καππέλλα.
(II)
φρ. μουσ. «α καπέλα» — η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»].