καπνιαῖος, -ον (Α)1. αυτός που έχει χρώμα καπνού2. φρ. «καπνιαῖος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μηνιαίος, ωριαίος)].