καπροφάγος

English (LSJ)

[φᾰ], ον, eating boar's flesh, epithet of Artemis at Samos, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1324] Eber essend, heißt die Artemis in Samos nach Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καπροφάγος: ᾰ, «Ἄρτεμις ἐν Σάμῳ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καπροφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κάπρους, αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.