καπόνι

Greek Monolingual

το (Μ καπόνιν)
ευνουχισμένος πετεινός
νεοελλ.
ναυτ. εξάρτημα του πλοίου που χρησιμεύει για ανάρτηση και στήριξη αντικειμένων, η επωτίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappone (< λατ. capo)].