Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καπόνι
Greek Monolingual
το (Μ καπόνιν) ευνουχισμένος πετεινός νεοελλ. ναυτ.εξάρτημα του πλοίου που χρησιμεύει για ανάρτηση και στήριξη αντικειμένων, η επωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. cappone (< λατ. capo)].