Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καροτσάκι
Greek Monolingual
το 1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων 2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ.<καρότσ-ι (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδάκι, σκυλάκι)].