καρπάσιον

English (LSJ)

τό, flax, CPR61.13 (iii A.D.):—but λίνον Καρπάσιον, asbestos (from Carpasia in Cyprus), Paus.1.26.7.

Greek Monolingual

καρπάσιον, τὸ (Α) κάρπασος
1. λινάρι
2. φρ. «λίνον Καρπάσιον» — αμίαντος.