καρτερόφρων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, stout-hearted, EM745.8.

German (Pape)

[Seite 1331] ον, = κρατερόφρων, VLL.

Greek Monolingual

καρτερόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει γενναίο φρόνημα, ο τολμηρός, ο ατρόμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -φρων (< φρήν «καρδιά, φρόνημα»), πρβλ. ηπιόφρων, υψηλόφρων].