ηπιόφρων

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

ἠπιόφρων, (-όνος), ό (Α)
αυτός που έχει ήπιες διαθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. άφρων].