καρυδένιος
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ καρυδένιος, -α, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς («καρυδένιο έπιπλο»)
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από καρύδια («καρυδένιος μπακλαβάς»).
-α, -ο (Μ καρυδένιος, -α, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς («καρυδένιο έπιπλο»)
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από καρύδια («καρυδένιος μπακλαβάς»).