μπακλαβάς

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

ο
γλυκό ταψιού το οποίο παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης, καρύδια, βούτυρο, μέλι ή ζάχαρη και κόβεται σε κομμάτια σχήματος ρόμβου συνήθως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baklava].