καρφεῖα

English (LSJ)

τά, ripe fruit or (as Sch.) chips, κέδρου Nic.Al.118.

Greek (Liddell-Scott)

καρφεῖα: τά, ὥριμος καρπός, καρφεῖα… κέδρου, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «τὰ ψήγματα δὲ τῆς κέδρου κεδρία λέγει κάρφη» Νικ. Ἀλεξιφ. 118.

Greek Monolingual

καρφεῖα, τὰ (Α)
1. ώριμος καρπός
2. κομμάτια ξύλου που σχίζονται ή κόβονται από πελέκηση μεγαλύτερου τεμαχίου ξύλου, οι παρασχίδες, τα πελεκούδια («καρφεῖα κέδρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ιερατείον, σκαφείον)].