κασσίζω

English (LSJ)

look, taste, or smell like cassia, Dsc.1.14.

German (Pape)

[Seite 1333] wie Kassia aussehen od. schmecken, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κασσίζω: μέλλ.-ίσω, φαίνομαι ἢ ἔχω τὴν γεῦσιν κασίας, ἢ μυρίζω ὡς κασία, Διοσκ. 1. 13.

Greek Monolingual

κασσίζω (Α) κασσία
μυρίζω ή έχω γεύση κασσίας.