κασσιτερᾶς

English (LSJ)

ᾶτος, ὁ, tinker, BGU9 iv 22, 1087 iv 9 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κασσιτερᾱς, ὁ (Α)
κασσιτερωτής, γανωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. αρτυματάς, λαχανάς)].