κατάγχω

English (LSJ)

A strangle, Thd.Jd.11.35.
II κατάγξας f.l. for κατάξας in Plu.2.526b.

German (Pape)

[Seite 1344] erwürgen, stranguliren, Sp. auch übertr., wie Hesych. erkl. κωλύειν, κατέχειν.

French (Bailly abrégé)

étrangler.
Étymologie: κατά, ἄγχω.

Russian (Dvoretsky)

κατάγχω: сжимать, душить (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάγχω: ἄγχω, πνίγω, στραγγαλίζω, Βασίλ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κατάγχει· πνίγει. κωλύει. κατέχει: ἀνακρούει» ΙΙ. μεταφ., ἐκβιάζω, τινὰ Πλούτ. 2. 526Β.

Greek Monolingual

κατάγχω (AM)
1. πνίγω, στραγγαλίζω
2. εκβιάζω με πολύ πιεστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγχω «πιέζω, στραγγαλίζω»].