κατάκτης

English (LSJ)

ὁ, (κατάγω 1.4 b) visitor, guest at an inn, Poll.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ὁ, 1) (κατάγνυμι) der Zerbrecher. – 2) (κατάγω) der Herunter-, Zurückführende, Poll. 7, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτης: ὁ, παρὰ Πολυδ. Ζ', 16, οἱ εἰς τὰ πανδοκεῖα καταγόμενοι κατάκται ἂν λέγοιντο, (πρβλ. κατάγω Ι. 3. b.), μᾶλλον ἐνεργ. ληπτέον, οἱ ὁδηγοῦντες εἰς τὰ πανδοκεῖα. 2) ἐκ τοῦ κατάγνυμι, ὁ θραύων τι.

Greek Monolingual

(I)
κατάκτης, ὁ (Α)
αυτός που καταλύει σε πανδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με τη σημ. «καταλύω»].
(II)
κατάκτης, ὁ (Α)
αυτός που σπάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-νυμι «σπάζω»].