κατάλαμπρος
English (LSJ)
κατάλαμπρον, very bright, Gal.19.576, EM790.29.
German (Pape)
[Seite 1359] verstärktes simplex, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάλαμπρος, -ον)
πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος.
κατάλαμπρον, very bright, Gal.19.576, EM790.29.
[Seite 1359] verstärktes simplex, Sp.
-η, -ο (AM κατάλαμπρος, -ον)
πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος.