κατάπλυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, bathing in water, τῶν σκελῶν X.Eq.5.9.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de laver.
Étymologie: καταπλύνω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλυσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ καταχεομένου ὕδατος πλύσις, κάθαρσις, τῶν σκελῶν Ξεν. Ἱππ. 5. 9.
Greek Monolingual
κατάπλυσις, ἡ (Α) καταπλύνω
πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα με νερό.
Greek Monotonic
Middle Liddell
κατάπλῠσις, ιος [from καταπλύ¯νω]
a bathing in water, Xen.