κατάπτερος

English (LSJ)

κατάπτερον, winged, A.Pr.798, E.Or.176 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ailé.
Étymologie: κατά, πτερόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπτερος -ον [κατά, πτερόν] gevleugeld.

German (Pape)

beflügelt, Aesch. Prom. 800; νύξ Eur. Or. 178.

Russian (Dvoretsky)

κατάπτερος: крылатый, с крыльями (Γοργόνες Aesch.; νύξ Eur.).

Greek Monolingual

κατάπτερος, -ον (Α)
αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. περίπτερος, υπόπτερος].

Greek Monotonic

κατάπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει φτερά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτερος: -ον, ἔχων πτέρυγας, πτερόεις, Αἰσχύλ. Πρ. 798, Εὐρ. Ὀρ. 176.

Middle Liddell

κατά-πτερος, ον πτερόν
winged, Aesch., Eur.