κατάπτερος
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπτερος -ον [κατά, πτερόν] gevleugeld.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
κατάπτερος: крылатый, с крыльями (Γοργόνες Aesch.; νύξ Eur.).
Greek Monolingual
κατάπτερος, -ον (Α)
αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. περίπτερος, υπόπτερος].
Greek Monotonic
κατάπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει φτερά, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπτερος: -ον, ἔχων πτέρυγας, πτερόεις, Αἰσχύλ. Πρ. 798, Εὐρ. Ὀρ. 176.