κατάστηθα

Greek Monolingual

επίρρ. ακριβώς πάνω στο στήθος, στη μέση του στήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στῆθος + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. πανω-σάμαρ-α, παρά-ταιρ-α)].