κατάχυμα
English (LSJ)
-ατος, τό, bath-water, Ammon.Diff.p.78 V.; κ., = perfusio and κ. ζωμοῦ, = tucca, Glossaria: but in plural, = καταχύσματα, Them.Or. 23.293c.
German (Pape)
[Seite 1392] τό, das Daraufgegossene, bes. das Wasser, mit dem man beim Aussteigen aus dem Bade begossen wurde, Ammon. Vgl. κατάχυσμα u. Lob. paralip. 420.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχυμα: τό, τὸ καταχεόμενον ὕδωρ ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.
Greek Monolingual
το (Α κατάχυμα) καταχέω
νεοελλ.
τα πλάγια δοκάρια της στέγης στο σύνολό τους
αρχ.
1. το νερό που χύνεται με ορμή πάνω στους λουομένους
2. αφθονία, περίσσεια.