κατίσχυση

Greek Monolingual

η
υπερίσχυση, υπερτέρηση, επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. κατίσχυσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].