υπερτέρηση

Greek Monolingual

η, Ν
υπεροχή απέναντι σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτερώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτέρησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Α. Ι. Κουλουριώτη].