καταβεβαιόομαι

English (LSJ)

affirm strongly, Plu.Caes.47.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
confirmer, affirmer.
Étymologie: κατά, βεβαιόομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βεβαιόομαι met klem verzekeren.

Russian (Dvoretsky)

καταβεβαιόομαι: утверждать, уверять (ταῦτα οὖν ὁ Λίβιος οὕτω γενέσθαι καταβεβαιοῦται Plut.).

Greek Monotonic

καταβεβαιόομαι: αποθ., διαβεβαιώνω ισχυρά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβεβαιόομαι: ἀπόθ., ἰσχυρῶς διαβεβαιῶ, Πλουτ. Καῖσ. 47.

Middle Liddell

Dep. to affirm strongly, Plut.